- ὠρυόμενος
- ὠρῡόμενος , ὠρύομαιhowlpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωρυδόν — Α επίρρ. με ουρλιαχτά, σαν ωρυόμενος λύκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. ἀναφαν δόν)] … Dictionary of Greek
ωρυτός — ή, όν, Μ [ὠρύομαι] αυτός τον οποίο θρήνησε κανείς ωρυόμενος … Dictionary of Greek
άλμπατρος — Κοινή ονομασία που αποδίδεται σε πουλιά της οικογένειας των διομηδειιδών, της τάξης των ρινοτρυπομόρφων. Υποδιαιρούνται σε τρία γένη, το σπουδαιότερο από τα οποία είναι το γένος διομήδεια. Ζουν στις ακτές όλων των ωκεανών, εκτός από το μεγαλύτερο … Dictionary of Greek